- προσοδοιπορέω
- προσοδοιπορέω,A travel to a place, f.l. in Aret.SD2.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσοδοιπορησάντων — προσοδοιπορέω travel to aor part act masc/neut gen pl προσοδοιπορέω travel to aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)